κατάμπροστα

κατάμπροστα
επίρρ.
1. μπροστά μπροστά («έκατσε κατάμπροστα στη γραμμή»)
2. κατά πρόσωπο, κατάμουτρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατάμπροστα — επίρρ., εντελώς μπροστά, αντιμέτωπα: Του τα ’ψαλα κατάμπροστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατάπροσθεν — (Α) επίρρ. επιγρ. εντελώς μπροστά, κατάμπροστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + προσθεν (< πρόσθεν «μπροστά»), πρβλ. έμ προσθεν, επί προσθεν] …   Dictionary of Greek

  • εμπρός — και μπρος και (ε)μπροστά και ομπρός και ομπροστά επίρρ. τοπ. και χρον. 1. (τοπ.), πριν από κάτι άλλο, απέναντι, αντίκρυ, κατάμπροστα (σε στάση ή κίνηση): Μπροστά αυτός και πίσω του ο σκύλος. – Εμπρός μας υψώνεται ο Όλυμπος. 2. (χρον.), νωρίτερα,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”